κολυμβώ — κολυμβῶ, άω (AM) βλ. κολυμπώ … Dictionary of Greek
κολύμβῳ — κόλυμβος *Mens. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμφώ — κολυμβῶ, άω (Α) (δωρ. τ.) βλ. κολυμπώ … Dictionary of Greek
κολυμβίζω — (Μ) κολυμβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκολύμβησα τού κολυμβῶ κατά το σχήμα γέμισα: γεμίζω] … Dictionary of Greek
NOE — Latine tessatio, vel requies. Unde Hesychius: Νῶε, ἀνάπαυσις, (ideoque ridicule Suidas: Νῶε, ὄνομα κύριον, παρὰ τὸ νῶ, τὸ κολυμβῶ, scil. quod in arca inclusus, in mediis aquis antârit) fil. Lamech, natua A. M. 1057. vir Deo gratus, quem, cum… … Hofmann J. Lexicon universale
ακόλυμβος — ἀκόλυμβος, ον (Α) αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κολυμβῶ] … Dictionary of Greek
ανακολυμβώ — ἀνακολυμβῶ ( άω) (Α) 1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια 2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολυμβῶ] … Dictionary of Greek
κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κολυμβητήρ — κολυμβητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κολυμβώ] κολυμβητής* … Dictionary of Greek
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek